- ἀνασκευαστική
- ἀνασκευαστικόςdestructivefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνασκευαστικῇ — ἀνασκευαστικός destructive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… … Dictionary of Greek
ανασκευαστικός — ή, ό ο κατάλληλος για ανασκευή: Δε χρειαζόταν και μεγάλη ανασκευαστική ικανότητα για να ανατραπεί η κατηγορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)